χελιδόνεως: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χελῑδόνεως''': -ω, ἡ, τὸ [[δένδρον]] τὸ παράγον τὰ σῦκα τὰ καλούμενα χελιδόνια παρ’ Ἀθην. 75D· ἐν τοῖς Α. Β. (1197) φέρεται [[ἐφθαρμένως]], χελιδώνεως. | |lstext='''χελῑδόνεως''': -ω, ἡ, τὸ [[δένδρον]] τὸ παράγον τὰ σῦκα τὰ καλούμενα χελιδόνια παρ’ Ἀθην. 75D· ἐν τοῖς Α. Β. (1197) φέρεται [[ἐφθαρμένως]], χελιδώνεως. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εω, ἡ, Α<br />[[ποικιλία]] συκιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χελιδών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εως</i> που απαντά και σε άλλες ονομασίες [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>κανθάρ</i>-<i>εως</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ω, ἡ,
A tree which bore the figs called χελιδόνια, Anon. (Androt., Phil., or Hegem.) ap.Ath. 3.75d, Choerob. in Theod.1.253 H. (v.l. χελιδώνεως).
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδόνεως: -ω, ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ σῦκα τὰ καλούμενα χελιδόνια παρ’ Ἀθην. 75D· ἐν τοῖς Α. Β. (1197) φέρεται ἐφθαρμένως, χελιδώνεως.
Greek Monolingual
-εω, ἡ, Α
ποικιλία συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος + επίθημα -εως που απαντά και σε άλλες ονομασίες φυτών (πρβλ. κανθάρ-εως)].