χορηγητήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_12)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορηγητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ χορηγῶν, παρέχων, [[δοτήρ]], ἐπὶ τοῦ θεοῦ, σύ, πάτερ, σύ, [[χορηγητήρ]], ἐπάκουσον Χρησμ. Σιβ. 7. 90.
|lstext='''χορηγητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ χορηγῶν, παρέχων, [[δοτήρ]], ἐπὶ τοῦ θεοῦ, σύ, πάτερ, σύ, [[χορηγητήρ]], ἐπάκουσον Χρησμ. Σιβ. 7. 90.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />(για τον θεό) [[χορηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χορηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οἰκη</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χορηγητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ χορηγῶν, παρέχων, δοτήρ, ἐπὶ τοῦ θεοῦ, σύ, πάτερ, σύ, χορηγητήρ, ἐπάκουσον Χρησμ. Σιβ. 7. 90.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(για τον θεό) χορηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορηγῶ + κατάλ. -τήρ (πρβλ. οἰκη-τήρ)].