Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαμαιριφής: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(6_7)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαιρῐφής''': -ές, ([[ῥίπτω]]) ὁ ἐρριμμένος κατὰ γῆς, ἐγκαταλελειμμένος, Εὐστ. 1279. 45, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 542, Ἐτυμ. Μέγ. 781, 36 κτλ. 2) τεταπεινωμένος, κατὰ γῆς ἐρριμμένος. Ἐκκλ. ΙΙ φοῖνιξ χ., ὁ χαμηλὸς φοῖνιξ, Θεοφρ περὶ Φυτ Ἱστ. 2. 6. 11 (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] χαμαιρεπῆ; ὡς παρὰ Πλινίῳ 13. 9).
|lstext='''χᾰμαιρῐφής''': -ές, ([[ῥίπτω]]) ὁ ἐρριμμένος κατὰ γῆς, ἐγκαταλελειμμένος, Εὐστ. 1279. 45, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 542, Ἐτυμ. Μέγ. 781, 36 κτλ. 2) τεταπεινωμένος, κατὰ γῆς ἐρριμμένος. Ἐκκλ. ΙΙ φοῖνιξ χ., ὁ χαμηλὸς φοῖνιξ, Θεοφρ περὶ Φυτ Ἱστ. 2. 6. 11 (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] χαμαιρεπῆ; ὡς παρὰ Πλινίῳ 13. 9).
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[χαμαιρριφής]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[χαμαιριφής]]<br />το [[φυτό]] [[χαμαίρωψ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> εγκαταλελειμμένος στη γη («χαμαιριφῶν παιδίων», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> ταπεινωμένος<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) περιφρονημένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαμηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ριφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]], <b>πρβλ.</b> <i>ῥιφ</i>-<i>ή</i>, παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>ρρίφ</i>-<i>θην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀμφι</i>-<i>ριφής</i>, <i>πετρο</i>-<i>ρριφής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιρῐφής Medium diacritics: χαμαιριφής Low diacritics: χαμαιριφής Capitals: ΧΑΜΑΙΡΙΦΗΣ
Transliteration A: chamairiphḗs Transliteration B: chamairiphēs Transliteration C: chamairifis Beta Code: xamairifh/s

English (LSJ)

ές, (ῥίπτω)

   A thrown to the ground, mined, νηόν Inscr. in Ferri Contributi di Cirene alla storia della religione greca (Rome, 1923) 5 (ii A. D.), cf. Eust.1279.45.    b = foreg. 1, Sch.Gen.Il.5.442; παιδία EM781.36.    2 = collecticius, Gloss.    II φοῖνιξ χ. dwarf-palm, Chamaerops humilis, Thphr. HP2.6.11 (nisi leg. χαμαιρεπής as in Plin.HN13.39).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιρῐφής: -ές, (ῥίπτω) ὁ ἐρριμμένος κατὰ γῆς, ἐγκαταλελειμμένος, Εὐστ. 1279. 45, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 542, Ἐτυμ. Μέγ. 781, 36 κτλ. 2) τεταπεινωμένος, κατὰ γῆς ἐρριμμένος. Ἐκκλ. ΙΙ φοῖνιξ χ., ὁ χαμηλὸς φοῖνιξ, Θεοφρ περὶ Φυτ Ἱστ. 2. 6. 11 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον χαμαιρεπῆ; ὡς παρὰ Πλινίῳ 13. 9).

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και χαμαιρριφής Ν
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χαμαιριφής
το φυτό χαμαίρωψ
μσν.-αρχ.
1. εγκαταλελειμμένος στη γη («χαμαιριφῶν παιδίων», Μέγα Ετυμολογικόν)
2. εκκλ. ταπεινωμένος
3. (για πρόσ.) περιφρονημένος
αρχ.
χαμηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ριφής (< ῥίπτω, πρβλ. ῥιφ-ή, παθ. αόρ. -ρρίφ-θην), πρβλ. ἀμφι-ριφής, πετρο-ρριφής].