σφαδασμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_15)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφᾰδασμός''': ὁ, ὡς τὸ [[σπασμός]], [[σύσπασις]] τῶν μελῶν, [[σπασμώδης]] [[κίνησις]], «σπαρτάρισμα», Πλάτ. Πολ. 579E· παρ’ Ἐπιφαν. τ. 1, σ. 581C, σφαδαϊσμός.
|lstext='''σφᾰδασμός''': ὁ, ὡς τὸ [[σπασμός]], [[σύσπασις]] τῶν μελῶν, [[σπασμώδης]] [[κίνησις]], «σπαρτάρισμα», Πλάτ. Πολ. 579E· παρ’ Ἐπιφαν. τ. 1, σ. 581C, σφαδαϊσμός.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σφαδαϊσμός]] και [[σφαδασμός]] Α [[σφαδάζω]] / [[σφαδᾴζω]] /<i>σφαδαΐζω</i>]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σφαδάζω]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰδασμός: ὁ, ὡς τὸ σπασμός, σύσπασις τῶν μελῶν, σπασμώδης κίνησις, «σπαρτάρισμα», Πλάτ. Πολ. 579E· παρ’ Ἐπιφαν. τ. 1, σ. 581C, σφαδαϊσμός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφαδάζω.