σφαδᾴζω
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
A toss the body about, struggle, of unbroken horses, A. Pers.194; εἰκὸς σφαδᾴζειν ἦν ἄν, ὡς νεόζυγα πῶλον E.Fr.821.3, cf. 1020; σὺ δὲ σ., πῶλος ὢς εὐφορβίᾳ S.Fr.848; of a woman, to be restless, Hp.Mul.1.38, cf. Philostr.Jun.Im.16; ἐσφάδαζον· διηπόρουν, ἐφρόντιζον, Hsch.; of young children, κλαίει τε καὶ κινεῖται πλημμελῶς, ὥσπερ σφαδᾴζοντα Gal.6.43; struggle in death, Plu.Ant.76; of wounded horses, X.Cyr.7.1.37; of a dying fish, Plb.34.3.5, Ath.7.283c.
2 chafe, be strongly moved or excited, Plu.2.10c,550e; ἐπὶ τὴν μάχην Id.Caes.42; πρὸς τὸν ἀγῶνα Id.Phil.6; πρὸς δόξαν Id.2.1100a; ὑπὲρ κτημάτων Id.Ages.35; ὡς ἐπὶ.. συμφορᾷ Ph.2.37, cf. 396,451; ἀλόγως σφαδᾴζεις Id.1.145, cf. 460 (dub. l.).—Hdn.Gr.2.929 prescribes the form σφαδάιζω (σφαδᾴζω), cf. σφαδᾳσμός, and v. ματᾴζω, τερᾴζω; σφαδάιζω is written in POxy.1381.99.
French (Bailly abrégé)
1 s'agiter convulsivement, se débattre dans les convulsions;
2 bondir, s'agiter impétueusement ou avec violence;
3 fig. trépigner de désir.
Étymologie: cf. σπάω, σφοδρός.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α
κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ του δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για άλογο που δεν έχει ακόμη δαμαστεί) χτυπώ τα πόδια μου, αντιστέκομαι
2. μτφ. α) θέλω να ορμήσω σε κάποιον ή σε κάτι, δείχνω ανυπομονησία («ὁρῶν ἀγανακτοῦντας καὶ σφαδάζοντας ὡς καὶ διώκειν αὐτὸν ἐθέλειν», Πλούτ.)
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσφάδαζον
διηπόρουν, ἐφρόντιζον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σφαδάζω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα sp(h)nd- της ΙΕ ρίζας sp(h)e(n)d- «σπαράζω, σπαρταρώ» και συνδέεται πιθ. με τα σφεδανός, σφοδρός, σφενδόνη, σπόνδυλος / σφόνδυλος, καθώς και με το αρχ. ινδ. spandate «ρίχνω, εκσφενδονίζω». Άλλοι όμως, αφορμώμενοι από τον τ. σφαδασμός
σπασμός που παραδίδει ο Ησύχ., υποστηρίζουν ότι το ρ. ανάγεται στο θ. σπα-δ- του σπάω με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπαδών) και εναλλαγή -π-/-φ- (πρβλ. σπόγγος / σφόγγος). Τέλος, οι δ. γρφ. σφαδαΐζω και σφαδᾳζω θεωρούνται αμφίβολες και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' αναλογία προς τον τ. ματαΐζω / ματάζω].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαδᾴζω en σφαδάζω heftig of ongecontroleerd bewegen; van paarden steigeren, bokken:; ἡ δ’ ἐσφάδαιζε het andere (paard) bokte Aeschl. Pers. 194; ὁ... ἵππος πληγεὶς σφαδᾴζων ἀποσείεται τὸν Κῦρον het paard werd geraakt, steigert en werpt Cyrus af Xen. Cyr. 7.1.37; van personen stuiptrekken, wild bewegen, kronkelen:. Plut. Ant. 76.11. overdr. (staan te) trappelen (van ongeduld):. ἐπὶ τὴν μάχην om de strijd in te gaan Plut. Caes. 42.3 = εἰς τὸν ἀγῶνα Plut. Phil. 6.10. tegenstribbelen, krampachtig vechten (om), met ὑπέρ + gen. om, ten behoeve van. Plut. Ages. 35.4.