φλεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(6_11)
 
(45)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλεκτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ φλέγῃ ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ φλέγειν, ὁ φλέγων, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. [[ἤτοι]] Κοσμουργία 1577 καὶ 1793. ― Ἐπίρρ. φλεκτικῶς Νικήτ. Εὐγ. 1. 89.
|lstext='''φλεκτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ φλέγῃ ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ φλέγειν, ὁ φλέγων, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. [[ἤτοι]] Κοσμουργία 1577 καὶ 1793. ― Ἐπίρρ. φλεκτικῶς Νικήτ. Εὐγ. 1. 89.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Μ [[φλέγω]]<br />[[κατάλληλος]] για [[ανάφλεξη]], αναφλεκτικός. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φλεκτικῶς</i> Μ<br />με [[ανάφλεξη]].
}}
}}

Latest revision as of 12:51, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φλεκτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ φλέγῃ ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὸ φλέγειν, ὁ φλέγων, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. ἤτοι Κοσμουργία 1577 καὶ 1793. ― Ἐπίρρ. φλεκτικῶς Νικήτ. Εὐγ. 1. 89.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Μ φλέγω
κατάλληλος για ανάφλεξη, αναφλεκτικός.
επίρρ...
φλεκτικῶς Μ
με ανάφλεξη.