φλεκτικός
From LSJ
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
Greek (Liddell-Scott)
φλεκτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ φλέγῃ ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὸ φλέγειν, ὁ φλέγων, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. ἤτοι Κοσμουργία 1577 καὶ 1793. ― Ἐπίρρ. φλεκτικῶς Νικήτ. Εὐγ. 1. 89.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ φλέγω
κατάλληλος για ανάφλεξη, αναφλεκτικός.
επίρρ...
φλεκτικῶς Μ
με ανάφλεξη.