τρεπτότης: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(6_12)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρεπτότης''': -ητος, ἡ, = [[τροπή]], «τρεπτότητος· τροπῆς» Ἡσύχ.
|lstext='''τρεπτότης''': -ητος, ἡ, = [[τροπή]], «τρεπτότητος· τροπῆς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[τρεπτός]]<br />[[τροπή]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεπτότης Medium diacritics: τρεπτότης Low diacritics: τρεπτότης Capitals: ΤΡΕΠΤΟΤΗΣ
Transliteration A: treptótēs Transliteration B: treptotēs Transliteration C: treptotis Beta Code: trepto/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A = τροπή, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρεπτότης: -ητος, ἡ, = τροπή, «τρεπτότητος· τροπῆς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α τρεπτός
τροπή.