φιλάσθενος: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(6_19) |
(45) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλάσθενος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ εὐκόλως ἀσθενῶν, [[ἀσθενικός]], Ἱππ. (;) | |lstext='''φῐλάσθενος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ εὐκόλως ἀσθενῶν, [[ἀσθενικός]], Ἱππ. (;) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλάσθενος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αρρωσταίνει εύκολα, που έχει ασθενική [[κράση]], [[ευπρόσβλητος]] από ασθένειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀσθενής]], [[κατά]] τα δευτερόκλιτα επίθ.]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:52, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάσθενος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ εὐκόλως ἀσθενῶν, ἀσθενικός, Ἱππ. (;)
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλάσθενος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αρρωσταίνει εύκολα, που έχει ασθενική κράση, ευπρόσβλητος από ασθένειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀσθενής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ.].