οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
-η, -ο1. αυτός τον οποίο εύκολα κάποιος μπορεί να προσβάλλει, ο τρωτός, ο ευάλωτος2. αυτός που έχει ασθενική κράση, ο ασθενικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-βλητός (< προσ-βάλλω)Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη].