τερατωδία: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(6_9)
(41)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τερᾰτωδία''': ἡ, [[θαυμάσιος]] τὴν ὄψιν, Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 204 (402).
|lstext='''τερᾰτωδία''': ἡ, [[θαυμάσιος]] τὴν ὄψιν, Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 204 (402).
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[τερατώδης]]<br />η [[ιδιότητα]] του τερατώδους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πράξη]] ή [[λόγος]] [[τερατώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />το να [[είναι]] [[κάτι]] θαυμαστό στην όψη.
}}
}}

Latest revision as of 12:53, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1093] ἡ, das Wunderadnliche, Wunderbare, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτωδία: ἡ, θαυμάσιος τὴν ὄψιν, Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 204 (402).

Greek Monolingual

η, ΝΑ τερατώδης
η ιδιότητα του τερατώδους
νεοελλ.
πράξη ή λόγος τερατώδης
αρχ.
το να είναι κάτι θαυμαστό στην όψη.