σχόλασις: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(6_8)
 
(40)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχόλᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ σχολάζειν, ἔχειν καιρόν, σχόλ. προσευχῆς καὶ ἀναγνώσεως Ἰω. Χρυσ. τ. 12, σ. 1063Ε.
|lstext='''σχόλᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ σχολάζειν, ἔχειν καιρόν, σχόλ. προσευχῆς καὶ ἀναγνώσεως Ἰω. Χρυσ. τ. 12, σ. 1063Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[σχολάζω]]<br />[[σχόλη]], [[διακοπή]] από μία [[ασχολία]] και [[ανάπαυση]].
}}
}}

Latest revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σχόλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ σχολάζειν, ἔχειν καιρόν, σχόλ. προσευχῆς καὶ ἀναγνώσεως Ἰω. Χρυσ. τ. 12, σ. 1063Ε.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α σχολάζω
σχόλη, διακοπή από μία ασχολία και ανάπαυση.