τονή: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_10) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τονή''': ἡ, ἐν τῇ μελοποιΐα, «... τονὴ δὲ ἡ ἐπὶ πλείονα χρόνον μονὴ κατὰ μίαν γενομένη προφορὰν τῆς φωνῆς» Εὐκλ. Εἰσαγ. Ἁρμον. σ. 22, 7. | |lstext='''τονή''': ἡ, ἐν τῇ μελοποιΐα, «... τονὴ δὲ ἡ ἐπὶ πλείονα χρόνον μονὴ κατὰ μίαν γενομένη προφορὰν τῆς φωνῆς» Εὐκλ. Εἰσαγ. Ἁρμον. σ. 22, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />(μουσ.-μετρ.) η [[παράταση]] της φωνής στον ίδιο μουσικό φθόγγο και στον ίδιο τόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος [[τεχνικός]] όρος που ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τον</i>- της ρίζας του ρ. [[τείνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τείνω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A prolongation of a note at the same pitch, Cleonid.Harm.14.
Greek (Liddell-Scott)
τονή: ἡ, ἐν τῇ μελοποιΐα, «... τονὴ δὲ ἡ ἐπὶ πλείονα χρόνον μονὴ κατὰ μίαν γενομένη προφορὰν τῆς φωνῆς» Εὐκλ. Εἰσαγ. Ἁρμον. σ. 22, 7.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(μουσ.-μετρ.) η παράταση της φωνής στον ίδιο μουσικό φθόγγο και στον ίδιο τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τεχνικός όρος που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τον- της ρίζας του ρ. τείνω (βλ. λ. τείνω)].