συνεξαπατώ: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-άω, Α<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] [[μαζί]] ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Συνεξαπατῶν</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Βάτωνος.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, Α<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] [[μαζί]] ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Συνεξαπατῶν</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Βάτωνος.
|mltxt=-άω, Α<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] [[μαζί]] ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Συνεξαπατῶν</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Βάτωνος.
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Greek Monolingual

-άω, Α
1. εξαπατώ μαζί ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Συνεξαπατῶν
τίτλος κωμωδίας του Βάτωνος.

Greek Monolingual

-άω, Α
1. εξαπατώ μαζί ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Συνεξαπατῶν
τίτλος κωμωδίας του Βάτωνος.