τερατοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_10)
(41)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τερᾰτοτόκος''': ἡ, ἡ [[τέρας]] τεκούσα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 144, ἐν τέλ., Νικηφ. Καλλίστ. Ἐκκλ. Ἱστορ. τ. 2, σελ. 854C.
|lstext='''τερᾰτοτόκος''': ἡ, ἡ [[τέρας]] τεκούσα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 144, ἐν τέλ., Νικηφ. Καλλίστ. Ἐκκλ. Ἱστορ. τ. 2, σελ. 854C.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που γεννά τέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ταυρο</i>-[[τόκος]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1093] eine Mißgeburt zur Welt bringend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτοτόκος: ἡ, ἡ τέρας τεκούσα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 144, ἐν τέλ., Νικηφ. Καλλίστ. Ἐκκλ. Ἱστορ. τ. 2, σελ. 854C.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που γεννά τέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ταυρο-τόκος.