τερύνης: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(a)
 
(41)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1095.png Seite 1095]] ὁ, s. das Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1095.png Seite 1095]] ὁ, s. das Folgde.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τετριμμένος]] [[ὄνος]], καὶ [[γέρων]] ἤ [[δυσανάληπτος]] [[γέρων]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρυς]] «[[ασθενής]], [[λεπτός]]» με έρρινο [[ένθημα]] και κατάλ. -<i>ης</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>taruna</i>-, αβεστ. <i>tauruna</i>- «[[νέος]], [[λεπτός]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1095] ὁ, s. das Folgde.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρωνδυσανάληπτος γέρων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς «ασθενής, λεπτός» με έρρινο ένθημα και κατάλ. -ης (πρβλ. αρχ. ινδ. taruna-, αβεστ. tauruna- «νέος, λεπτός»)].