τοιθορύκτρια: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(6_10)
 
(41)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοιθορύκτρια''': ἡ, «ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα» Ἡσύχ.
|lstext='''τοιθορύκτρια''': ἡ, «ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τανθαρύκτρια]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τοιθορύκτρια: ἡ, «ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. τανθαρύκτρια.