τοιθορύκτρια
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
τοιθορύκτρια: ἡ, «ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τανθαρύκτρια και τοιθορύκτρια, ἡ, Α
αυτή που προκαλεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τανθαρύζω / τοιθορύσσω + επίθημα -τρία (πρβλ. ὀλολύκτρια)].
τοιθορύκτρια: ἡ, «ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα» Ἡσύχ.
τανθαρύκτρια και τοιθορύκτρια, ἡ, Α
αυτή που προκαλεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τανθαρύζω / τοιθορύσσω + επίθημα -τρία (πρβλ. ὀλολύκτρια)].