τοιθορύκτρια

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek (Liddell-Scott)

τοιθορύκτρια: ἡ, «ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τανθαρύκτρια και τοιθορύκτρια, ἡ, Α
αυτή που προκαλεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τανθαρύζω / τοιθορύσσω + επίθημα -τρία (πρβλ. ὀλολύκτρια)].