τριγόλας: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_14) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριγόλας''': ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, (πρβλ. [[τρίγλη]]), «Σώφρων δ’ ἐν τοῖς ἀνδρείοις [[τριγόλας]] τινὰς ἐν τούτοις ὀνομάζει, ‘τριγόλᾳ ὀμφαλοτόμῳ’, καί, ‘τριγόλαν τὸν εὐδιαῖον’» Ἀθήν. 324Ε. | |lstext='''τριγόλας''': ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, (πρβλ. [[τρίγλη]]), «Σώφρων δ’ ἐν τοῖς ἀνδρείοις [[τριγόλας]] τινὰς ἐν τούτοις ὀνομάζει, ‘τριγόλᾳ ὀμφαλοτόμῳ’, καί, ‘τριγόλαν τὸν εὐδιαῖον’» Ἀθήν. 324Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>τρίγ</i>-<i>λη</i> [[κατά]] τα ον. σε -<i>όλᾱς</i> / -<i>όλης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μαιν</i>-<i>όλης</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ὁ, a kind of
A fish (cf. τρίγλη), Sophr.50,66,67.
Greek (Liddell-Scott)
τριγόλας: ὁ, εἶδος ἰχθύος, (πρβλ. τρίγλη), «Σώφρων δ’ ἐν τοῖς ἀνδρείοις τριγόλας τινὰς ἐν τούτοις ὀνομάζει, ‘τριγόλᾳ ὀμφαλοτόμῳ’, καί, ‘τριγόλαν τὸν εὐδιαῖον’» Ἀθήν. 324Ε.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του τρίγ-λη κατά τα ον. σε -όλᾱς / -όλης (πρβλ. μαιν-όλης)].