χιροπόδης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(13_1)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1357.png Seite 1357]] ὁ, u. χιρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, = [[χειρόπους]], [[χειροπόδης]], aufgeborstene Füße habend, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1357.png Seite 1357]] ὁ, u. χιρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, = [[χειρόπους]], [[χειροπόδης]], aufgeborstene Füße habend, Hesych.
}}
{{grml
|mltxt=και [[χειροπόδης]], ὁ, Α<br />αυτός που έχει πόδια γεμάτα ραγάδες, με [[πολλά]] σκασίματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιράς]] / [[χειράς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>)], <b>πρβλ.</b> <i>ξυλο</i>-<i>πόδης</i>].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1357] ὁ, u. χιρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, = χειρόπους, χειροπόδης, aufgeborstene Füße habend, Hesych.

Greek Monolingual

και χειροπόδης, ὁ, Α
αυτός που έχει πόδια γεμάτα ραγάδες, με πολλά σκασίματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + -πόδης (< πούς, ποδός)], πρβλ. ξυλο-πόδης].