χορτογενής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_7)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορτογενής''': -ές, ὁ ἐκ χόρτου γεννηθείς, Ἀναστ. Συναΐτ. 1064Β.
|lstext='''χορτογενής''': -ές, ὁ ἐκ χόρτου γεννηθείς, Ἀναστ. Συναΐτ. 1064Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που προέρχεται από [[χόρτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόρτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀμπελο</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χορτογενής: -ές, ὁ ἐκ χόρτου γεννηθείς, Ἀναστ. Συναΐτ. 1064Β.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που προέρχεται από χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ἀμπελο-γενής].