Ιταλιώτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Ἰταλιώτης]], ὁ (Α)<br />[[Έλληνας]] [[κάτοικος]] της Ιταλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ἰταλία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αιγυπτ</i>-<i>ιώτης</i>, <i>Σιχελ</i>-<i>ιώτης</i>)].
|mltxt=[[Ἰταλιώτης]], ὁ (Α)<br />[[Έλληνας]] [[κάτοικος]] της Ιταλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ἰταλία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> (πρβλ. <i>Αιγυπτ</i>-<i>ιώτης</i>, <i>Σιχελ</i>-<i>ιώτης</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:10, 19 December 2018

Greek Monolingual

Ἰταλιώτης, ὁ (Α)
Έλληνας κάτοικος της Ιταλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλία + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Αιγυπτ-ιώτης, Σιχελ-ιώτης)].