Ιταλιώτης

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source

Greek Monolingual

Ἰταλιώτης, ὁ (Α)
Έλληνας κάτοικος της Ιταλίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἰταλία + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Αιγυπτιώτης, Σιχελιώτης)].