αεριοπαραγωγός: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό<br />αυτός που παράγει [[αέριο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αεριογόνος</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> [[παραγωγός]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>gas producer</i>].
|mltxt=-ό<br />αυτός που παράγει [[αέριο]] (πρβλ. <i>αεριογόνος</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> [[παραγωγός]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>gas producer</i>].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual


αυτός που παράγει αέριο (πρβλ. αεριογόνος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + παραγωγός
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. gas producer].