αεριωθούμενος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> ο ωθούμενος, κινούμενος με τη [[βοήθεια]] αερίων, που εκτοξεύονται από κινητήρες αεριωθήσεως<br /><b>2.</b> (στην Αερον.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αεριωθούμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>jet propelled</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> ο ωθούμενος, κινούμενος με τη [[βοήθεια]] αερίων, που εκτοξεύονται από κινητήρες αεριωθήσεως<br /><b>2.</b> (στην Αερον.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αεριωθούμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>jet propelled</i>].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο ωθούμενος, κινούμενος με τη βοήθεια αερίων, που εκτοξεύονται από κινητήρες αεριωθήσεως
2. (στην Αερον.) το ουδ. ως ουσ. το αεριωθούμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jet propelled].