αεριωθούμενο

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek Monolingual

το (Αερον.)
αεροπλάνο που χρησιμοποιεί για την πρόωση του κινητήρα αεριωθήσεως.