3,276,932
edits
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. άρα, η (AM ἀρά κ. ιων. τ. ἀρή)<br /> η [[κατάρα]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> <b>φρ.</b> «άρες -μάρες (κουκουνάρες)» — ασυναρτησίες, ακατανόητα [[λόγια]]<br /> <b>2.</b> «άρα -[[κατάρα]]» ή «άρα και [[κατάρα]]» — [[αποτροπή]] ή [[απαγόρευση]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[ευχή]], [[προσευχή]]<br /> <b>2.</b> <b>προσωποπ.</b> <i>ἡ Ἀρά</i><br /> θεά του ολέθρου και της εκδίκησης.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[αρύω]] «[[κραυγάζω]]» και το <i>αρνέομαι</i> ( | |mltxt=κ. άρα, η (AM ἀρά κ. ιων. τ. ἀρή)<br /> η [[κατάρα]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> <b>φρ.</b> «άρες -μάρες (κουκουνάρες)» — ασυναρτησίες, ακατανόητα [[λόγια]]<br /> <b>2.</b> «άρα -[[κατάρα]]» ή «άρα και [[κατάρα]]» — [[αποτροπή]] ή [[απαγόρευση]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[ευχή]], [[προσευχή]]<br /> <b>2.</b> <b>προσωποπ.</b> <i>ἡ Ἀρά</i><br /> θεά του ολέθρου και της εκδίκησης.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[αρύω]] «[[κραυγάζω]]» και το <i>αρνέομαι</i> (πρβλ. αρμεν. <i>uranam</i> «[[αρνούμαι]]», όπου το <i>ur</i>- μπορεί να προέρχεται από <i>r</i> ή <i>ō</i><i>r</i> -). Η λ. βασίζεται στον τ. <i>ἀρF</i><i>ā</i> (πρβλ. αρκαδ. <i>κάτ</i>-<i>αρFος</i>, κρητ. <i>ᾱρᾱ</i>,) ιων. <i>αρή</i>. Πρόβλημα παρουσιάζει το αττ. <i>ἀρᾱ</i> [[αντί]] <i>ἀρή</i> (πρβλ. [[κόρη]], [[δέρη]]) που ερμηνεύεται [[είτε]] ως αναλογικός [[μεταπλασμός]] από τη λ. <i>ἀρή</i> [[είτε]] με [[συγκοπή]] από αρχικό τ. <i>ἀραF</i><i>ā</i> (παράλληλο τ. του -<i>ἀρF</i><i>ā</i>, [[κατά]] τα <i>κενεFός</i> -<i>κενFός</i>, [[φέρενα]]-[[φερνά]] <b>κ.λπ.</b>). Ο τ. συνδέεται με το <b>λατ.</b> <i>ō</i><i>r</i><i>ō</i> «[[παρακαλώ]], [[ικετεύω]]», το χετ. <i>ariya</i> - «[[ζητώ]] χρησμό», το <b>(ρωσ.)</b> oru «[[ζητώ]]» κ.λπ. Ο νεοελλ. τ. <i>άρα</i> (με αναλογική [[μετακίνηση]] του τόνου [[κατά]] το συνώνυμο συνθ. [[κατάρα]]) απαντά στη [[φράση]] <i>άρα [[μάρα]] που προέρχεται από την παλιότερη φρ. «σαν πεθάνω εγώ, <i>άρα</i> [[μάρα]]», δηλ. σαν πεθάνω εγώ, ας χαθεί ο [[κόσμος]] όλος, και σημαίνει την παντελή [[αδιαφορία]] για [[κάτι]]: «κάνει μια δουλειά <i>άρα</i> [[μάρα]]» (με [[αδιαφορία]], [[χωρίς]] [[προσοχή]]). Η φρ. «άρα [[μάρα]]» χρησιμοποιείται [[συχνά]] στον πληθ. («άρες -μάρες») και δηλώνει τον ασαφή και ακατανόητο λόγο, την [[έλλειψη]] συνάφειας των λεγομένων [[προς]] το συζητούμενο [[θέμα]]. Για [[επίταση]] [[μάλιστα]] της έννοιας αυτής προστέθηκαν και άλλες άσχετες με τη φρ. λέξεις, όπως <i>κουκουνάρες</i> (<i>άρες</i> - <i>μάρες</i> - <i>κουκουνάρες</i>...).<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αραίος]], [[αρατός]], [[αρώμαι]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κατάρα]]. | ||
}} | }} |