αρά

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

κ. άρα, η (AM ἀρά κ. ιων. τ. ἀρή)
η κατάρα
νεοελλ.
1. φρ. «άρες -μάρες (κουκουνάρες)» — ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια
2. «άρα -κατάρα» ή «άρα και κατάρα» — αποτροπή ή απαγόρευση
αρχ.
1. ευχή, προσευχή
2. προσωποπ. ἡ Ἀρά
θεά του ολέθρου και της εκδίκησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρύω «κραυγάζω» και το αρνέομαι (πρβλ. αρμεν. uranam «αρνούμαι», όπου το ur- μπορεί να προέρχεται από r ή ōr -). Η λ. βασίζεται στον τ. ἀρFā (πρβλ. αρκαδ. κάτ-αρFος, κρητ. ᾱρᾱ,) ιων. αρή. Πρόβλημα παρουσιάζει το αττ. ἀρᾱ αντί ἀρή (πρβλ. κόρη, δέρη) που ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός μεταπλασμός από τη λ. ἀρή είτε με συγκοπή από αρχικό τ. ἀραFā (παράλληλο τ. του -ἀρFā, κατά τα κενεFός -κενFός, φέρενα-φερνά κ.λπ.). Ο τ. συνδέεται με το λατ. ōrō «παρακαλώ, ικετεύω», το χετ. ariya - «ζητώ χρησμό», το (ρωσ.) oru «ζητώ» κ.λπ. Ο νεοελλ. τ. άρα (με αναλογική μετακίνηση του τόνου κατά το συνώνυμο συνθ. κατάρα) απαντά στη φράση άρα μάρα που προέρχεται από την παλιότερη φρ. «σαν πεθάνω εγώ, άρα μάρα», δηλ. σαν πεθάνω εγώ, ας χαθεί ο κόσμος όλος, και σημαίνει την παντελή αδιαφορία για κάτι: «κάνει μια δουλειά άρα μάρα» (με αδιαφορία, χωρίς προσοχή). Η φρ. «άρα μάρα» χρησιμοποιείται συχνά στον πληθ. («άρες -μάρες») και δηλώνει τον ασαφή και ακατανόητο λόγο, την έλλειψη συνάφειας των λεγομένων προς το συζητούμενο θέμα. Για επίταση μάλιστα της έννοιας αυτής προστέθηκαν και άλλες άσχετες με τη φρ. λέξεις, όπως κουκουνάρες (άρες - μάρες - κουκουνάρες...).
ΠΑΡ. αρχ. αραίος, αρατός, αρώμαι.
ΣΥΝΘ. κατάρα.