αρματήλατος: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁρματήλατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιστρέφεται δεμένος [[πάνω]] σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για [[κυκλοφορία]] αρμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγήλατος]], [[χαλκήλατος]]). Το -<i>η</i>- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[ἁρματήλατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιστρέφεται δεμένος [[πάνω]] σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για [[κυκλοφορία]] αρμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]] (πρβλ. [[αγήλατος]], [[χαλκήλατος]]). Το -<i>η</i>- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἁρματήλατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιστρέφεται δεμένος πάνω σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», Ευρ.)
2. δρόμος κατάλληλος για κυκλοφορία αρμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -ηλατος < ελαύνω (πρβλ. αγήλατος, χαλκήλατος). Το -η- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].