αποτρίχωση: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />η [[αφαίρεση]] των τριχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αποτριχώνω]]. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, | |mltxt=η<br />η [[αφαίρεση]] των τριχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αποτριχώνω]]. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>epilation</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
η
η αφαίρεση των τριχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποτριχώνω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. epilation].