αρχεδίκης: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρχεδίκης]], ο (Α)<br />ο [[νόμιμος]] [[ιδιοκτήτης]], αυτός που κατέχει [[κάτι]] [[εξαρχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχε</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίκης</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγωνοδίκης]], [[ειρηνοδίκης]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀρχεδίκης]], ο (Α)<br />ο [[νόμιμος]] [[ιδιοκτήτης]], αυτός που κατέχει [[κάτι]] [[εξαρχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχε</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίκης</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] (πρβλ. [[αγωνοδίκης]], [[ειρηνοδίκης]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀρχεδίκης, ο (Α)
ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε- + -δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)].