δεδίδαχα: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_1)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[διδάσκω]].
|btext=v. [[διδάσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεδίδᾰχα:''' δεδίδαγμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[διδάσκω]].
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. διδάσκω.

Greek Monotonic

δεδίδᾰχα: δεδίδαγμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του διδάσκω.