Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηδεμονικός: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κηδεμονικός]], -ή, -όν)<br />[[κηδεμών]]<br />αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην [[κηδεμονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («[[κηδεμονικός]] [[φίλος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κηδεμονικόν</i><br />η [[κηδεμονία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κηδεμονικώς</i> (ΑΜ κηδεμονικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από την [[άποψη]] κηδεμονίας<br /><b>αρχ.</b><br />προνοητικά, [[κατά]] τρόπο κηδεμονικό.
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κηδεμονικός]], -ή, -όν)<br />[[κηδεμών]]<br />αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην [[κηδεμονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («[[κηδεμονικός]] [[φίλος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κηδεμονικόν</i><br />η [[κηδεμονία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κηδεμονικώς</i> (ΑΜ κηδεμονικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από την [[άποψη]] κηδεμονίας<br /><b>αρχ.</b><br />προνοητικά, [[κατά]] τρόπο κηδεμονικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κηδεμονικός:''' -ή, -όν, [[προνοητικός]], [[επιμελής]], [[άγρυπνος]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεμονικός Medium diacritics: κηδεμονικός Low diacritics: κηδεμονικός Capitals: ΚΗΔΕΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kēdemonikós Transliteration B: kēdemonikos Transliteration C: kidemonikos Beta Code: khdemoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A provident, careful, φίλος Plb.Fr.80; νουθέτησις Phld.Lib.p.13 O.; παρρησία Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.Gnom.63; τὸ κ., = foreg., Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: Comp., J.BJ1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. -κῶς OGI56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.; κ. ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; κ. ὑποδεῖξαι, ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.

German (Pape)

[Seite 1429] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ φιλάνθρωπος Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμ ονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, προνοητικός, ἐπιμελής, ἄγρυπνος, Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 4. 32, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plein de sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κηδεμονικός, -ή, -όν)
κηδεμών
αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν
η κηδεμονία.
επίρρ...
κηδεμονικώς (ΑΜ κηδεμονικῶς)
νεοελλ.
από την άποψη κηδεμονίας
αρχ.
προνοητικά, κατά τρόπο κηδεμονικό.

Greek Monotonic

κηδεμονικός: -ή, -όν, προνοητικός, επιμελής, άγρυπνος· επίρρ. -κῶς, σε Λουκ.