3,277,191
edits
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κηδεμονικός]], -ή, -όν)<br />[[κηδεμών]]<br />αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην [[κηδεμονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («[[κηδεμονικός]] [[φίλος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κηδεμονικόν</i><br />η [[κηδεμονία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κηδεμονικώς</i> (ΑΜ κηδεμονικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από την [[άποψη]] κηδεμονίας<br /><b>αρχ.</b><br />προνοητικά, [[κατά]] τρόπο κηδεμονικό. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κηδεμονικός]], -ή, -όν)<br />[[κηδεμών]]<br />αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην [[κηδεμονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («[[κηδεμονικός]] [[φίλος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κηδεμονικόν</i><br />η [[κηδεμονία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κηδεμονικώς</i> (ΑΜ κηδεμονικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από την [[άποψη]] κηδεμονίας<br /><b>αρχ.</b><br />προνοητικά, [[κατά]] τρόπο κηδεμονικό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κηδεμονικός:''' -ή, -όν, [[προνοητικός]], [[επιμελής]], [[άγρυπνος]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |