Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηδεμονικός: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plein de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]].
|btext=ή, όν :<br />plein de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κηδεμονικός]], -ή, -όν)<br />[[κηδεμών]]<br />αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην [[κηδεμονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («[[κηδεμονικός]] [[φίλος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κηδεμονικόν</i><br />η [[κηδεμονία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κηδεμονικώς</i> (ΑΜ κηδεμονικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από την [[άποψη]] κηδεμονίας<br /><b>αρχ.</b><br />προνοητικά, [[κατά]] τρόπο κηδεμονικό.
}}
}}