ὅττεο: Difference between revisions

From LSJ

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>gén. épq. de</i> [[ὅστις]].
|btext=<i>gén. épq. de</i> [[ὅστις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὅττεο:''' ὅτ-[[τευ]], Επικ. αντί <i>οὗ-τινος</i>, γεν. του [[ὅστις]].
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 405] = οὗτινος, s. ὅστις.

Greek (Liddell-Scott)

ὅττεο: ὅττευ, Ἐπικ. γεν. τοῦ ὅστις.

French (Bailly abrégé)

gén. épq. de ὅστις.

Greek Monotonic

ὅττεο: ὅτ-τευ, Επικ. αντί οὗ-τινος, γεν. του ὅστις.