σχέμεν: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(Autenrieth)
(6)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[ἔχω]].
|auten=see [[ἔχω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχέμεν:''' σχέμεναι, Επικ. αντί [[σχεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[ἔχω]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

σχέμεν: σχέμεναι, ἴδε ἐν λεξ. ἔχω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἔχω.

English (Autenrieth)

see ἔχω.

Greek Monotonic

σχέμεν: σχέμεναι, Επικ. αντί σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἔχω.