κολόκυμα: Difference between revisions

5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κολόκυμα]])<br />η [[φουσκοθαλασσιά]] που προηγείται της τρικυμίας («ὠθῶν [[κολόκυμα]] καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κόλον]] «[[κοντό]], βραχύ» <span style="color: red;">+</span> [[κῦμα]]. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον Κλέωνα σκωπτικά με υπαινιγμό στη σημ. «[[έντερο]]» του α' συνθετικού [[κόλον]].
|mltxt=το (Α [[κολόκυμα]])<br />η [[φουσκοθαλασσιά]] που προηγείται της τρικυμίας («ὠθῶν [[κολόκυμα]] καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κόλον]] «[[κοντό]], βραχύ» <span style="color: red;">+</span> [[κῦμα]]. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον Κλέωνα σκωπτικά με υπαινιγμό στη σημ. «[[έντερο]]» του α' συνθετικού [[κόλον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κολόκῡμα:''' -ατος, τό, μεγάλο [[κύμα]] [[πριν]] σπάσει ([[κόλον]] [[κῦμα]]), η [[φουσκοθαλασσιά]] που προηγείται της καταιγίδας, σε Αριστοφ.
}}
}}