εὔδμητος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔδμητος]] και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και [[στερεά]] («εὔδμητον περὶ βωμόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιθό</i>-<i>δμητος</i>, <i>νεό</i>-<i>δμητος</i>)].
|mltxt=[[εὔδμητος]] και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και [[στερεά]] («εὔδμητον περὶ βωμόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιθό</i>-<i>δμητος</i>, <i>νεό</i>-<i>δμητος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔδμητος:''' Επικ. ἐΰ-δμητος, -ον ([[δέμω]]), [[καλά]] οικοδομημένος, καλοχτισμένος, σε Όμηρ.
}}
}}