Anonymous

εὔδμητος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔδμητος:''' Επικ. ἐΰ-δμητος, -ον ([[δέμω]]), [[καλά]] οικοδομημένος, καλοχτισμένος, σε Όμηρ.
|lsmtext='''εὔδμητος:''' Επικ. ἐΰ-δμητος, -ον ([[δέμω]]), [[καλά]] οικοδομημένος, καλοχτισμένος, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔδμητος:''' эп. ἐΰδμητος, дор. [[εὔδματος|εὔδμᾱτος]] 2 хорошо построенный, красиво сооруженный ([[βωμός]], [[πόλις]], [[τοῖχος]] Hom.; [[πύργος]] Hom., Hes.; [[κολώνα]] Pind.).
}}
}}