εὔδμητος

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδμητος Medium diacritics: εὔδμητος Low diacritics: εύδμητος Capitals: ΕΥΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: eúdmētos Transliteration B: eudmētos Transliteration C: eydmitos Beta Code: eu)/dmhtos

English (LSJ)

Dor. εὔδματος, ον, well-built, βωμός Il.1.448; πύργοι Hes.Sc.242; κολώνα Pi.P.12.3; ἀγυιαί A.R.1.317. (Always in Ep. form ἐΰδμ-, exc. in Od.20.302 ὁ δ' εὔδμητον βάλε τοῖχον.)

German (Pape)

[Seite 1062] ep. ἐΰδμητος (nur Od. 20, 302 die gew. Form), schön gebaut; πύργοι Il. 12, 154; Hes. Sc. 242; βωμός Il. 1, 448; πόλις 21, 516; τοῖχος Od. 22, 126; κολώνα Pind. P. 12, 3; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 317.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien construit.
Étymologie: εὖ, δέμω.

Russian (Dvoretsky)

εὔδμητος: эп. ἐΰδμητος, дор. εὔδμᾱτος 2 хорошо построенный, красиво сооруженный (βωμός, πόλις, τοῖχος Hom.; πύργος Hom., Hes.; κολώνα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔδμητος: Δωρ. -δμᾱτος, ον, καλῶς ᾠκοδομημένος, βωμός, πύργος, πόλις Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, ἐΰδμητος, πλὴν ἐν Ὀδ. Υ. 302, ὁ δ’ εὔδμητον βάλε τοῖχον.

English (Autenrieth)

ἐύδ. (δέμω): well-built.

Greek Monolingual

εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, -ον (Α)
αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθόδμητος, νεόδμητος)].

Greek Monotonic

εὔδμητος: Επικ. ἐΰ-δμητος, -ον (δέμω), καλά οικοδομημένος, καλοχτισμένος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

δέμω
well-built, Hom.