Πτερνογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6_3)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Πτερνογλύφος''': [ῠ], ὁ, ὁ γλύφων, διακοιλαίνων χοιρομήρια, [[ὄνομα]] μυὸς ἐν Βατραχομυομ. 927.
|lstext='''Πτερνογλύφος''': [ῠ], ὁ, ὁ γλύφων, διακοιλαίνων χοιρομήρια, [[ὄνομα]] μυὸς ἐν Βατραχομυομ. 927.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Πτερνογλύφος:''' [ῠ], ὁ (γλύπτω), αυτός που σκαλίζει τα χοιρομέρια, σε Βατραχομ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Πτερνογλύφος: [ῠ], ὁ, ὁ γλύφων, διακοιλαίνων χοιρομήρια, ὄνομα μυὸς ἐν Βατραχομυομ. 927.

Greek Monotonic

Πτερνογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύπτω), αυτός που σκαλίζει τα χοιρομέρια, σε Βατραχομ.