προκυρόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκῡρόομαι''': Παθ., ἐπικυροῦμαι πρότερον, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. γ΄, 17, Βυζ.· ― Μέσ., Ρήτορες (Walz) 1. 605. | |lstext='''προκῡρόομαι''': Παθ., ἐπικυροῦμαι πρότερον, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. γ΄, 17, Βυζ.· ― Μέσ., Ρήτορες (Walz) 1. 605. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προκῡρόομαι:''' Παθ., επιβεβαιώνομαι από [[πριν]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A to be ratified or confirmed before, ἐν τῷ -κεκυρωμένῳ ψαφίσματι Supp.Epigr.3.674A28 (Rhodes, ii B.C.); διαθήκη -κεκυρωμένη ὑπὸ τοῦ εοῦ Ep.Gal.3.17:—Med., Anon.Prog.in Rh.1.605 W.
Greek (Liddell-Scott)
προκῡρόομαι: Παθ., ἐπικυροῦμαι πρότερον, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. γ΄, 17, Βυζ.· ― Μέσ., Ρήτορες (Walz) 1. 605.
Greek Monotonic
προκῡρόομαι: Παθ., επιβεβαιώνομαι από πριν, σε Καινή Διαθήκη