ὑπερευφραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(6_20)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερευφραίνομαι''': Παθ., [[χαίρω]] εἰς ὑπερβολήν, Λουκ. Ἔρωτ. 5 αὐτὸ τοῦτο, διά…, ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 2· ἐπί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 1, 3.
|lstext='''ὑπερευφραίνομαι''': Παθ., [[χαίρω]] εἰς ὑπερβολήν, Λουκ. Ἔρωτ. 5 αὐτὸ τοῦτο, διά…, ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 2· ἐπί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 1, 3.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερευφραίνομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] υπερβολικά, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρω εἰς ὑπερβολήν, Λουκ. Ἔρωτ. 5 αὐτὸ τοῦτο, διά…, ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 2· ἐπί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 1, 3.

Greek Monotonic

ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρομαι υπερβολικά, σε Λουκ.