ὑπερευφραίνομαι
Russian (Dvoretsky)
ὑπερευφραίνομαι: чрезвычайно радоваться (τι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρω εἰς ὑπερβολήν, Λουκ. Ἔρωτ. 5 αὐτὸ τοῦτο, διά…, ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 2· ἐπί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 1, 3.
Greek Monotonic
ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρομαι υπερβολικά, σε Λουκ.
Middle Liddell
Pass. to rejoice exceedingly, Luc.