βιαστέον: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(big3_8)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[hay que violentar]] οὐ β. τύχην E.<i>Rh</i>.584, οὐ ... ἀλ[όγως] β. Phld.<i>Oec</i>.p.56.
|dgtxt=[[hay que violentar]] οὐ β. τύχην E.<i>Rh</i>.584, οὐ ... ἀλ[όγως] β. Phld.<i>Oec</i>.p.56.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βιαστέον:''' ρημ. επίθ. του [[βιάζω]], πρέπει να ασκήσει [[κανείς]] [[βία]] σε..., σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐαστέον Medium diacritics: βιαστέον Low diacritics: βιαστέον Capitals: ΒΙΑΣΤΕΟΝ
Transliteration A: biastéon Transliteration B: biasteon Transliteration C: viasteon Beta Code: biaste/on

English (LSJ)

   A one must do violence to, τύχην E.Rh.584; ἀλόγως β. Phld.Oec.p.56J.

Greek (Liddell-Scott)

βιαστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἐπενέγκῃ τις βίαν εἰς, τύχην Εὐρ. Ρήσ. 584.

Spanish (DGE)

hay que violentar οὐ β. τύχην E.Rh.584, οὐ ... ἀλ[όγως] β. Phld.Oec.p.56.

Greek Monotonic

βιαστέον: ρημ. επίθ. του βιάζω, πρέπει να ασκήσει κανείς βία σε..., σε Ευρ.