3,274,919
edits
(6_19) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων λευκὴν χροιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 2, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, κτλ.· ἑτερόκλ. αἰτιατ. λευκόχροα κόμαν Εὐρ. Φοίν. 322 (λυρ)· πληθ. λευκόχροας, Πτολ. Γεωγρ. 7. 2· - [[ὡσαύτως]] -χροιος, ον, παρ’ Ἱππ. 1008G. | |lstext='''λευκόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων λευκὴν χροιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 2, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, κτλ.· ἑτερόκλ. αἰτιατ. λευκόχροα κόμαν Εὐρ. Φοίν. 322 (λυρ)· πληθ. λευκόχροας, Πτολ. Γεωγρ. 7. 2· - [[ὡσαύτως]] -χροιος, ον, παρ’ Ἱππ. 1008G. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λευκόχροος:''' -ον, συνηρ. [[λευκόχρους]], -ουν ([[χρόα]]), αυτός που έχει [[λευκό]] [[χρώμα]]· ετερόκλ. αιτ., <i>λευκόχροα κόμαν</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |