λευκόχροος
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
λευκόχροον, contr. λευκόχρους, λευκόχρουν, of pale complexion, Arist.GA728a2, Aret.SD 1.13, etc.: generally, white, heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν E.Ph. 322 (lyr.): pl. λευκόχροας Ptol.Geog.7.2.17:—also λευκόχροιος, ον, Hp. Epid.2.1.10, Phlp.in GA53.3.
German (Pape)
[Seite 35] zsgzgn λευκόχρους, von weißer Farbe, Arist. gen. an. 1, 20. Bei Hippocr. λευκόχροιος.
Russian (Dvoretsky)
λευκόχροος: стяж. λευκόχρους 2 (acc. λευκόχροα) белого цвета, белый Eur., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων λευκὴν χροιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 2, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, κτλ.· ἑτερόκλ. αἰτιατ. λευκόχροα κόμαν Εὐρ. Φοίν. 322 (λυρ)· πληθ. λευκόχροας, Πτολ. Γεωγρ. 7. 2· - ὡσαύτως -χροιος, ον, παρ’ Ἱππ. 1008G.
Greek Monotonic
λευκόχροος: -ον, συνηρ. λευκόχρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει λευκό χρώμα· ετερόκλ. αιτ., λευκόχροα κόμαν, σε Ευρ.