Anonymous

λευκόχροος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκόχροος:''' -ον, συνηρ. [[λευκόχρους]], -ουν ([[χρόα]]), αυτός που έχει [[λευκό]] [[χρώμα]]· ετερόκλ. αιτ., <i>λευκόχροα κόμαν</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''λευκόχροος:''' -ον, συνηρ. [[λευκόχρους]], -ουν ([[χρόα]]), αυτός που έχει [[λευκό]] [[χρώμα]]· ετερόκλ. αιτ., <i>λευκόχροα κόμαν</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόχροος:''' стяж. [[λευκόχρους]] 2 (acc. λευκόχροα) белого цвета, белый Eur., Arst.
}}
}}