δράγμα: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ατος), το (AM [[δράγμα]], το<br />Μ και [[δράγμα]] και [[δράμα]], η) [[δράττομαι]]<br />η [[ποσότητα]] που μπορεί [[κάποιος]] να κρατήσει στο [[χέρι]] του, «[[φούχτα]]», [[χεροβολιά]], [[δραξιά]]<br /><b>μσν.</b><br />μικρή, ελάχιστη [[ποσότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέμα]], [[δεμάτι]]<br /><b>2.</b> αθέριστο [[σιτάρι]], σπαρτό<br /><b>3.</b> οι πρώτοι καρποί.
|mltxt=(-ατος), το (AM [[δράγμα]], το<br />Μ και [[δράγμα]] και [[δράμα]], η) [[δράττομαι]]<br />η [[ποσότητα]] που μπορεί [[κάποιος]] να κρατήσει στο [[χέρι]] του, «[[φούχτα]]», [[χεροβολιά]], [[δραξιά]]<br /><b>μσν.</b><br />μικρή, ελάχιστη [[ποσότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέμα]], [[δεμάτι]]<br /><b>2.</b> αθέριστο [[σιτάρι]], σπαρτό<br /><b>3.</b> οι πρώτοι καρποί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δράγμα:''' -ατος, τό ([[δράσσομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> όσα μπορεί να πιάσει [[κάποιος]] με το [[χέρι]], μια «[[χούφτα]]», [[δεμάτι]] σιταριού, Λατ. [[manipulus]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[δεμάτι]], [[χειρόβολο]], = [[ἄμαλλα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> άκοπο, μη αλεσμένο [[σιτάρι]], σε Ανθ., Λουκ.
}}
}}